- ἐπικρίνονται
- ἐπικρί̱νονται , ἐπικρίνωdecidepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
Μπεράρ, Βικτόρ — (Victor Berard, Μορέζ 1864 – Παρίσι 1931). Γάλλος πολιτικός και ελληνιστής. Οπαδός της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής αριστεράς, εξελέγη γερουσιαστής το 1920 και δημοσίευσε πολλές μελέτες σχετικές με τη σύγχρονη πολιτική (Η Αγγλία και ο… … Dictionary of Greek